- ἐμφυλλισμός
- ἐμφυλλ-ισμός, ὁ,A engrafting, side-graft, Gp.10.75.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο … Dictionary of Greek
ἐμφυλλισμός — engrafting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμοῦ — ἐμφυλλισμός engrafting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμῷ — ἐμφυλλισμός engrafting masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμόν — ἐμφυλλισμός engrafting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλλισις — ἐμφύλλισις, η (AM) ο εμφυλλισμός … Dictionary of Greek